-
1 аттракцион
-
2 аттракцион
аттракционм ἡ ἀτραξιόν, τό νούμερο. -
3 аттракцион
[αττρακτσυόν] ουσ. α. ατραξιόν -
4 аттракцион
[αττρακτσυόν] ουσ α ατραξιόν -
5 аттракцион
-а α.ατραξιόν (θέαμα ελκυστικό)• νούμερο θεάματος. -
6 прелесть
-и θ.1. γοητεία, θέλγητρον σαγήνη, συναρπαγή.2. έλξη, τράβηγμα, ατραξιόν.3. πλθ. -и τα γυναικεία κάλη, το όμορφο γυνακείο κορμί.4. πλθ. -и παλ. χάρες, ομορφιές.5. χαϊδ. με τη λ. моя καλή μου. || ως κατηγ. (είναι) θαύμα•это просто-! αυτό είναι απλώς θαύμα!•
что за прелесть женщина! τι θαύμα γυναίκα ειν αυτή!
См. также в других словарях:
ατραξιόν — η 1. θέλγητρο, γοητεία 2. ευχάριστο, ελαφρό θέαμα (σε μουσικό θέατρο ή τσίρκο). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < γαλλ. attraction «έλξη» < (λατ. ρ.) trahere «έλκω»] … Dictionary of Greek
Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… … Dictionary of Greek
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek